- μαστίχι
- μαστίχι, το και μαστίχα, ηαρωματική ρητινώδης ουσία που βγαίνει από τη φλούδα του φυτού σχίνος ο μαστιχοφόρος (μαστιχόδεντρο).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μαστίχι — το (Μ μαστίχιν) βλ. μαστίχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μαστί χιον < μαστίχη] … Dictionary of Greek
μαστίχα — Ελαιορητινούχος ουσία που παράγεται από τον αειθαλή θάμνο Pistacia lentiscus (κοινώς σχίνος) της οικογένειας των ανακαρδιιδών (δικοτυλήδονα). Κύριο μαστιχοπαραγωγό φυτό αποτελεί η ποικιλία Pistacia lentiscus var. Chia ή μαστιχοφόρος σχίνος της… … Dictionary of Greek
μαστίχα — η 1. αλκοολούχο ποτό αρωματισμένο με μαστίχα. 2. γλυκό που περιέχει μαστίχι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαστιχένιος — ια, ιο αυτός που παρασκευάζεται με μαστίχι: Μαστιχένιο γλυκό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαστιχόδεντρο — το το φυτό σχίνος ο μαστιχοφόρος που παράγει μαστίχι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)